Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΑ ΛΕΞΙΚΑ

  • Λέξεις που δεν υπάρχουν στα λεξικά που κυκλοφορούν Αθλιόφυτο, τοΔιακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρουςΔημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι?αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια.Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσίααθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα. Απλυτήρι, τοΤο ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε ναΜη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δενΈχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυταποτήρια». Αφαναροψία, ηΟφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία τοΚόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις τουπράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν. Βρομιλί, τοΧρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρόμικο, το χρώμαΤης βρομιάς. Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θαγινόντουσαν βρομιλί. Γεωμυλοφοβία, η (Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές ή υπερβολικάλίγες πατάτες όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ. Γκαλαξίλα, ηΗ χαύνωση και η κατατονία που σε πιάνει όταν ακούς Γκάλαξι FM για πάνωΑπό δυο ώρες. Πολλά θανατηφόρα δυστυχήματα στις εθνικές οδούς οφείλονταιΣε γκαλαξίλα. Γουστέλλειψη, ηΗ επιστημονικά ανεξήγητη πάθηση από την οποία υποφέρουν ορισμένοισυνάνθρωποί μας κατά την οποία νομίζουν ότι το λαχανί συνδυάζεταιεπιτυχώς με το κόκκινο της φωτιάς ή, εδώ που τα λέμε, με οποιοδήποτε άλλοχρώμα. Δεγράφυλοι, οιΟ στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψειΑπό καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει ναΓράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε δεγράφυλοΚαι τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε. Παραδόξως όμως, δενΤους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους. Δολιοκλωστή, ηΎπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλιςτραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο. Επισκεπτολογίες, οιΟι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σεεπισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα. "Συγνώμη για το χάοςπου βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω", είπε ο Πέτρος χωρίς καμιάπειστικότητα. Ζαρχίδης, οΑυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνειτρισάγιο κα. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτεςτου. Ζαρχιδιά. "Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θαπαίξω με τον Μπάμπη", προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο. Ημιαλεξιβρέχομαι, ρ. αμετβ.Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότεκαταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστεκαλύτεροι φίλοι. Ισορροπητήρι, τοΑυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που επιστρατεύουμεΓια να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια."Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;" Καμικαζέντομο, τοΈντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέσου ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένακαμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου. Κοτοχαρά, ηΗ χαρά όταν σε γεύμα με κοτόπουλο σου δίνουν το κομμάτι που σουαρέσει. "Αχ!Τι κοτοχαρά, μου έπεσε το μπούτι" Κρετινερωτήσεις, οιΕρωτήσεις με πασίδηλες απαντήσεις που συνηθίζουν να κάνουν οιΔημοσιογράφοι σε δύσμοιρους πολίτες. Οι εν λόγω ερωτήσεις καταδεικνύουν περίτραναΌτι οι δημοσιογράφοι έχουν IQ φρυγανιάς. Πχ Σε κάποιον που μόλις έχει πέσειΑπό τον έκτο όροφο: Πονάτε; Σε κάποιον που μόλις έχασε μάνα, πατέρα, τρίαΑδέρφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό: Πώς αισθάνεστε; Κτελοντούρι, τοΤο είδος ελεεινής μουσικής που σε κρατά ξύπνιο σε νυχτερινά ταξίδια μεΤα ΚΤΕΛ. Το μεγαλύτερο μέρος της άγρυπνης νύχτας το περνάς αναρωτώμενοςΠώς είναι δυνατόν ο οδηγός να είναι στα ντουζένια του στις 4 η ώρα το πρωί. Λακκουβάραθρα, ταΛακκούβες γεμάτες νερό στους αθηναϊκούς δρόμους οι οποίες μπορεί καιΝα αποτελούν πύλες εισόδου στα έγκατα του ?δη, οπότε καλό είναι να τιςπαρακάμπτετε και όχι να πατάτε μέσα τους. Ματισκύψιμο, τοΗ ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι ότανΠερνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε στη θέσημας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί. Μελλοχρήσιμο, τοΑντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στοΜέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, ότανΤελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει. Μυξοδιαγνωστική, ηΤο να φυσάς τη μύτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δειςΤι εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ'αυτόν τον τρόπο θαδιαγνώσεις τρομερά πράγματα για την υγεία σου ή θα αντικρίσεις κάτιπρωτόγνωρο. Νερουρώ, ρ. αμετβ.Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώραΠου ξυρίζομαι. Ξενογαμία, ηΤο να πηδιέσαι με ξένους/ες σε νησιά της Ελλάδας το καλοκαίρι και ναΤο ευχαριστιέσαι. Η ξενογαμία το χειμώνα δεν έχει την ίδια αίσθηση, εκτόςΕάν πρόκειται για συνέδριο στο Παρίσι ή τη Φρανκφούρτη. Ξούρλο, τοΤο κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με τηναμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και πουαναπαράγεταισαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι τουζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθείυπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική). Ουραλπισία, ηΗ κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν γιαΠολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουράΣε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείςΤης ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.). Πουπήγιο, τοΟποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.)Αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, τοΟποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς τοΣτο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρω. Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι και κοίταξε αμέσως ναΔει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε την τύχη του και έπεσεΣτα γόνατα να το βρει. Πωλητεύω, ρ. μετβ.Εσφαλμένα θεωρώ πελάτη καταστήματος ως πωλητή, οπότε τον ρωτάω πούΕίναι η μαγιονέζα ή πόσο κάνει το μπλε κηροπήγιο κι εκείνος αγριοκοιτώντας μουΛέει ότι δε δουλεύει εδώ. "Αχ συγνώμη, σας πωλήτευσα!" Ραμπωτές, οιΚομμωτές που έχουν το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμησηΣτο Βιετνάμ και που σε κουρεύουν όπως θέλουν εκείνοι παρά τα δάκρυά σου.Οι Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε. Ριαλόνειδος, τοΗ άφατη, αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμούΣε ριάλιτι σόου. Σκουπευκαιρία, ηΌταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδιΉ κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα αλλά δεν το ρουφάει,Οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω γιαΝα δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει. Σφουγγαροπερπατώ, ρ. αμετβ.Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει ναΠεράσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώνταςΕλαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι παρούσα ηκαθαρίστρια. Τραπεμαντησκίστης, -στριαΑνθρωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας σταπλαστικά τραπεζομάντιλα εστιατορίων και τα κάνει χίλια κομμάτια ενόσωτρώει (συνήθως όμως προτού ξεκινήσει ή αφού τελειώσει). Τσουρουφλάθομαι, ρ. αμετβ.Κάθομαι αμέριμνα και απερίσκεπτα σε πλαστικό κάθισμα αυτοκινήτου πουΉταν παρκαρισμένο στις 3 η ώρα το μεσημέρι σε παραλία χωρίς σκιά. Υδροτηλέφωνο, τοΤηλεφωνική συσκευή που είναι προγραμματισμένη να χτυπά δυο λεπτάΑφότου μπεις να κάνεις μπάνιο. Το υδροτηλέφωνο είναι επίσης προγραμματισμένο νασταματήσει να χτυπά μόλις το σηκώσεις, ενώ στάζεις νερά παντού καικινδυνεύεις από πνευμονία. Υπουλεγγίζω, ρ. μετβ.Προσπαθώ να προσεγγίσω κάποιον που με ενδιαφέρει ερωτικά σε πάρτυ ήΆλλη κοινωνική περίσταση χωρίς όμως να αποκαλύψω το ενδιαφέρον μου και γίνωρεζίλι σε περίπτωση που το ενδιαφέρον δεν είναι αμοιβαίο. Η Λέναυπουλέγγιζε τον Τάσο όλο το βράδυ, αλλά το έκανε τόσο προσεκτικά που εκείνος δενπήρε χαμπάρι κι έτσι τον κέρδισε μια ξέκωλη που του τα έριξε χύμα. Φυσοτρώω, ρ. μετβ.Όταν από τη λαιμαργία μου προσπαθώ να φάω κάτι που ακόμα αχνίζει καιΤο βάζω στο στόμα μου οπότε αναγκάζομαι να κρατάω το στόμα μου ανοιχτό και ναΦυσάω και να ξεφυσάω ελπίζοντας να δημιουργήσω ρεύματα αέρος που θα ψύξουνΤην άτιμη μπουκιά μου. Ενίοτε βγάζω και άναρθρους ήχους, οι πιο ηλίθιοιδε, κουνούν την παλάμη τους μπροστά απ' το στόμα, λες κι αυτό βοηθάει. Χεστικός, -η, -οΟποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στησυσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέταπρος χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης. Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα ταχεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δενείχε πάρει μαζί του την εφημερίδα. Χορτάγχος, τοΤο άγχος που σε κυριεύει την ώρα που τρως πραγματικά εξαίσια φαγητάΜήπως χορτάσεις προτού προλάβεις να τα δοκιμάσεις όλα. "Μην χορταγχώνεσαιΒρε Νεκτάριε, θα ξανάρθουμε!" Ψευδοπτώματα, ταΤο είδος αθώων ψεμάτων που αναγκάζεσαι να πεις σε όποιον ζητά τη γνώμηΣου για κάτι που φορά αλλά δεν μπορείς να του πεις στα ίσα ότι είναι άθλιοΔιότι δεν τον ξέρεις αρκετά καλά. Ψυγγιές, οιΟι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: