Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Περσίδα – Ο τάφος του Κύρου – Ο θάνατος του Κάλανου
(Αρριανός ΣΤ.29, Ζ.3, Ζ.18, Πλούταρχος Αλέξανδρος 69.3-70, Διόδωρος ΙΖ.107, Κούρτιος 10.1.22-38)

Ο Αλέξανδρος επικεφαλής των ελαφρύτερα οπλισμένων πεζών, των εταίρων και μέρους των τοξοτών κατευθυνόταν προς τις Πασαργάδες για να επισκεφθεί τον τάφο του Κύρου. Καθώς ο πλησίαζε στα σύνορα της Περσίδας, έμαθε ότι όσο βρισκόταν στην Ινδία, είχε πεθάνει ο σατράπης τον οποίο είχε διορίσει, ο Φρασαόρτης, και ότι τον είχε διαδεχθεί προσωρινά ο Ορξίνης. Στις Πασαργάδες τον συνάντησε ο σατράπης της Μηδίας, ο Ατροπάτης, φέρνοντας μαζί του κάποιον Πέρση, τον Βαρυάξη, που είχε φορέσει όρθια την τιάρα και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς των Μήδων και των Περσών. Ο Αλέξανδρος διέταξε την εκτέλεση του Βαρυάξη και όλων των συλληφθέντων συνεργατών του.

Εν συνεχεία επισκέφθηκε τον τάφο του Κύρου, του ιδρυτή της δυναστείας των Αχαιμενιδών, που βρισκόταν στον βασιλικό παράδεισο των Πασαργάδων. Ο παράδεισος είχε πολλά δέντρα όλων των ειδών, πολλά τρεχούμενα νερά και πυκνή βλάστηση. Η βάση του τάφου είναι τετράγωνη από κυβόσχημες πέτρες, ο ίδιος ο τάφος έχει σχήμα οικοδομήματος με επικλινή στέγη και μία μικρή πορτούλα, από την οποία περνάει με δυσκολία ένας μικρόσωμος άντρας. Μέσα στον τάφο υπήρχε μία κλίνη, της οποίας τα πόδια ήταν από σφυρήλατο χρυσάφι, πάνω της ήταν απλωμένος ένα βαβυλωνιακός τάπητας και για υπόστρωμα είχε πορφυρούς καυνάκες. Επίσης υπήρχαν ένας κάνδυς, χιτώνες βαβυλωνιακοί, μηδικές αναξυρίδες και στολές σε μπλε, πορφυρό και άλλα χρώματα. Υπήρχαν ακόμη περιδέραια από συνεστραμμένο μέταλλο ή αλυσίδα, ακινάκες και σκουλαρίκια όλα χρυσά και λιθοκόλλητα. Υπήρχε και ένα τραπέζι, ενώ στη μέση της κλίνης βρισκόταν η σαρκοφάγος με το σώμα του Κύρου. Από την εποχή του Καμβύση του γιου του Κύρου την φύλαξη είχαν αναλάβει οι Μάγοι, που έμεναν σε ένα οίκημα στην ανηφόρα, που οδηγούσε στον τάφο. Το αξίωμα του φύλακα ήταν κληρονομικό και περνούσε από πατέρα σε γιο. Ο βασιλιάς χορηγούσε στους φύλακες ένα πρόβατο για κάθε μέρα, κρασί, αλεύρι και ένα άλογο κάθε μήνα, για να το θυσιάζουν στον Κύρο. Πάνω στον τάφο υπήρχε «επίγραμμα με περσικά γράμματα», το οποίο δεν σώζεται σήμερα. Το πιθανότερο είναι ότι το επίγραμμα ακολουθούσε τον τύπο όλων των άλλων, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Θα πρέπει δηλαδή να έγραφε «Εγώ είμαι ο Κύρος, ο βασιλιάς, ο Αχαιμενίδης» ή «Κύρος, Μέγας Βασιλεύς, Αχαιμενίδης» και τα «περσικά γράμματα» πρέπει να ήταν οπωσδήποτε το περσικό και τουλάχιστον δύο από τα τρία αλφάβητα των επισήμων γλωσσών της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας, το αραμαϊκό, το ελαμιτικό και το ακκαδικό, ενώ το επίγραμμα, που διασώθηκε ως τις μέρες μας είναι μία ελληνοπρεπής εκδοχή του πραγματικού. Κατά τον Αρριανό έγραφε «Άνθρωπε, εγώ είμαι ο Κύρος, ο γιος του Καμβύση, που ανέβασε τους Πέρσες στην εξουσία και βασίλεψε στην Ασία. Μη με φθονήσεις λοιπόν για το μνήμα μου». Κατά τον Πλούταρχο έγραφε «Άνθρωπε, όποιος κι αν είσαι, απ' όπου κι αν έρχεσαι, διότι ξέρω ότι θα έλθεις, εγώ είμαι ο Κύρος, που πήρα την εξουσία για λογαριασμό των Περσών. Μην φθονήσεις λοιπόν το λίγο χώμα, που σκεπάζει το σώμα μου» και ο Αλέξανδρος διέταξε να χαράξουν πιο κάτω τη μετάφρασή του στα ελληνικά.

Τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 324 ο Αλέξανδρος βρήκε τον τάφο του Κύρου συλημένο. Μόνο η κλίνη και η σαρκοφάγος είχαν απομείνειׂ οι τυμβωρύχοι δεν είχαν σεβαστεί ούτε το λείψανο του νεκρού. Το πέταξαν έξω από τη σαρκοφάγο, την οποία προσπάθησαν να σπάσουν, επειδή ήταν μεγάλη και δεν χωρούσε από την πορτούλα. Δεν τα κατάφεραν όμως και την άφησαν. Σύμφωνα με τον Αριστόβουλο, ο Αλέξανδρος συνέλαβε και βασάνισε τους Μάγους, που είχαν την ευθύνη της φύλαξης, αλλά παρά τα βασανιστήρια, εκείνοι δεν ομολόγησαν κανέναν ένοχο. Επειδή δεν υπήρχαν μαρτυρίες για δική τους συνενοχή, τους άφησε τελικά ελεύθερους. Στη συνέχεια διέταξε τον Αριστόβουλο να αποκαταστήσει το μνημείο και το λείψανο του Κύρου και να τοποθετήσει κτερίσματα ίσα σε αριθμό και ποιότητα, όπως και πριν. Έπρεπε ακόμη να αφαιρέσει την πορτούλα, να χτίσει το άνοιγμα με πέτρες και πηλό, και να το σφραγίσει με τη βασιλική σφραγίδα του. Δηλαδή, κατά τον Αριστόβουλο, την αφήγηση του οποίου παραθέτει ο Αρριανός, η εκτέλεση του Ορξίνη αργότερα ήταν άσχετη με τη σύληση του τάφου του Κύρου.

Κατά τον Πλούταρχο, τον τάφο είχε συλήσει κάποιος «καθόλου ασήμαντος» Μακεδόνας, τον οποίο εκτέλεσε ο Αλέξανδρος, ο Πουλαμάχος από την Πέλλα. Το ταλέντο του Κούρτιου βρήκε στην εκτέλεση του Ορξίνη άλλη μία ευκαιρία για δημιουργία και μας έδωσε μία ενδιαφέρουσα ροζ ιστορία. Υποτίθεται ότι ο σατραπεύων Πέρσης υποδεχόμενος τον Αλέξανδρο του προσέφερε πολλά μεγαλόπρεπα δώρα, πολλούς ίππους και 3.000 τάλαντα σε αργυρά νομίσματα. Επίσης, όταν προσέφερε πολλά και σημαντικά δώρα σε όλους τους εταίρους, κάποιοι τον συμβούλεψαν να τιμήσει και τον ευνούχο Βαγώα, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν η ευνοούμενη ερωμένη του Αλεξάνδρου. Ο Ορξίνης αρνήθηκε και είπε ότι δεν σκόπευε να υποβάλει τα σέβη του στις βασιλικές πόρνες και ότι οι Πέρσες δεν θεωρούσαν ως άντρες όσους συμπεριφέρονταν ερωτικά σαν γυναίκες. Ο Βαγώας πληροφορήθηκε τα λόγια του Ορξίνη και αποφάσισε να τον βγάλει από τη μέση. Όσο καιροφυλακτούσε για την κατάλληλη ευκαιρία, συνωμότησε με τους «πιο ανάξιους ανθρώπους του Ορξίνη» και όποτε προσέφερε τις ερωτικές του υπηρεσίες στον Αλέξανδρο δεν παρέλειπε να συκοφαντήσει τον σατράπη. Η κατάλληλη ευκαιρία δόθηκε στον Βαγώα, όταν ο Αλέξανδρος ζήτησε να επισκεφθεί τον τάφο του Κύρου και να αποδώσει τιμές. Τα κτερίσματα του ιδρυτή της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας ήταν μία σκουριασμένη ασπίδα, δύο «σκυθικά (παλίντονα) τόξα» και μία κοπίς. Στην έκπληξη του Αλεξάνδρου για τα φτωχικά κτερίσματα ενός τόσο μεγάλου άντρα, ο Βαγώας είπε «έχω ακούσει ότι εδώ βρίσκονταν 3.000 τάλαντα, αυτά που σου προσέφερε ο Ορξίνης» και κάλεσε και τους άλλους συνωμότες να δηλώσουν τα προσυμφωνημένα. Έτσι ο Αλέξανδρος υποτίθεται ότι πείστηκε για την ενοχή του Ορξίνη και διέταξε την εκτέλεσή του.

Η βεβαιότητα του Πλούταρχου για την ταυτότητα του Πουλαμάχου έρχεται σε αντίθεση με την αβεβαιότητα του Αριστόβουλου για την ταυτότητα του δράστη, γίνεται δε εντονότερη αν λάβουμε υπόψη μας ότι κατά τον Αριστόβουλο ο Ορξίνης είχε κατηγορηθεί για τη σύληση άλλων τάφων, όχι όμως του συγκεκριμένου. Απ’ την άλλη πλευρά ο Κούρτιος συνεπαρμένος από το δημιουργικό του οίστρο κάνει ένα λάθος εξαιρετικά σημαντικό για την αξιοπιστία της διήγησής του. Βάζει τον Βαγώα να λέει στον Αλέξανδρο ότι ο Ορξίνης «μη δυνάμενος να κρατήσει τη λεία του ατιμώρητος την παρέδωσε σε σένα, θέλοντας να εξασφαλίσει την εύνοιά σου». Αυτό σημαίνει πως ο Βαγώας είχε προηγουμένως διαπιστώσει ότι τα ασημένια νομίσματα αξίας 3.000 ταλάντων, που υποτίθεται ότι παρέλαβε ο Αλέξανδρος, ήταν όλα (μηδενός εξαιρουμένου) κοπής της εποχής του Κύρου ή παλαιότερης. Εκτός κι αν ο Κούρτιος περιμένει να πιστέψουμε ότι ο Αλέξανδρος τυφλωμένος απ’ το ερωτικό πάθος του για τον ευνούχο διέταξε την εκτέλεση χωρίς να ελέγξει, όσα του υποδείκνυε ο Βαγώας και οι άλλοι ως αποδείξεις ενοχής του Ορξίνη.

Η επίσκεψη του Αλεξάνδρου στον τάφο του Κύρου, δεν οφειλόταν στο σεβασμό προς τον ιδρυτή της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά εντασσόταν στο γενικότερο τυπικό, που είχε υιοθετήσει, για να εμφανισθεί ως διάδοχος και κληρονόμος του θρόνου των Αχαιμενιδών. Η δε αναζήτηση, η ενδεχόμενη τιμωρία του δράστη και η αποκατάσταση του μνημείου ήταν πράξεις επιβεβλημένες από τις βασικές αρχές διοίκησης, που ακολουθούσε, και συγκεκριμένα στόχευαν στο να εμπεδωθεί στους υπηκόους το αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης προς την εξουσία του.

Όσο η στρατιά βρισκόταν στις Πασαργάδες, ο Ινδός φιλόσοφος Κάλανος, τον οποίο ο Αλέξανδρος εκτιμούσε πολύ, αρρώστησε για πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία 73 ετών κι επειδή η υγεία του χειροτέρευε καθημερινά, θέλησε να δώσει τέρμα στη ζωή του. Αρχικά ο Αλέξανδρος προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά βλέποντας την αποφασιστικότητά του να πεθάνει, ανέθεσε στον Πτολεμαίο να ετοιμάσει την εξόδιο τελετή, όπως την ήθελε ο Βραχμάνας. Λέγεται ότι προπορευόταν μία πομπή από έφιππους και πεζούς. Άλλοι ήταν οπλισμένοι και άλλοι μετέφεραν πάσης φύσεως θυμιάματα, χρυσά και ασημένια κύπελλα, στρώματα και μία βασιλική ενδυμασία, που κατά διαταγή του Αλεξάνδρου θα καιγόντουσαν στην πυρά προς τιμήν του Ινδού. Επειδή λόγω της ασθενείας του δεν μπορούσε να περπατήσει, του είχαν παραχωρήσει έναν βασιλικό ίππο των Νυσαίων, αλλά ο Κάλανος δεν μπορούσε ούτε να ιππεύσει και τελικά τον μετέφεραν στεφανωμένο κατά τα ινδικά έθιμα πάνω σε φορείο. Σε όλη τη διαδρομή έψελνε ινδικά τραγούδια, τα οποία οι άλλοι Ινδοί της στρατάς αναγνώρισαν ως ύμνους προς τους θεούς τους. Πριν ανέβει στην πυρά, μοίρασε τα δώρα και τα στρώματα στους συντρόφους του και τον ίππο τον δώρισε στον μαθητή του Λυσίμαχο. Χαιρέτησε όλους τους παρόντες Μακεδόνες και τους παρακάλεσε να κάνουν επικήδειο γλέντι, να διασκεδάσουν και να μεθύσουν. Λέγεται ακόμη ότι φίλησε όλους τους εταίρους, αλλά δεν άφησε να τον φιλήσει ο Αλέξανδρος. Του είπε μάλιστα ότι θα τον φιλούσε, όταν θα τον συναντούσε στη Βαβυλώνα, κάτι που κείνη τη στιγμή το θεώρησαν ως ασήμαντη ασυναρτησία. Ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα, όσοι είχαν ακούσει τον Κάλανο να λέει τα παραπάνω, πίστεψαν ότι ο Ινδός ήταν ο πρώτος, που πρόβλεψε τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Μετά ο Κάλανος ανέβηκε στην πυρά και ξάπλωσε έτσι ώστε να τον βλέπει όλη η στρατιά. Σύμφωνα με τον Νέαρχο μόλις ο Αλέξανδρος έδωσε την εντολή να ανάψουν την φωτιά, ήχησαν οι σάλπιγγες, η στρατιά αλάλαξε πολεμικά και οι ελέφαντες έβγαλαν την πολεμική τους κραυγή προς τιμήν του Βραχμάνα. Λέγεται ότι το θέαμα δεν άρεσε καθόλου στον Αλέξανδρο, όμως όλοι θαύμασαν ότι ο Κάλανος έμεινε εντελώς ακίνητος καθώς τον τύλιγαν οι φλόγες. Στο προς τιμήν του νεκρόδειπνο, ο Αλέξανδρος προκήρυξε αγώνα οινοποσίας με έπαθλο στεφάνι αξίας ενός ταλάντου. Νίκησε ο Πρόμαχος, που ήπιε 4 χόες (περίπου 17 λίτρα), αλλά πέθανε μετά από τρεις ημέρες. Εκτός από τον νικητή, η κραιπάλη με αφορμή το νεκρόδειπνο σκότωσε συνολικά 41 άτομα, που όλοι τους ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του στρατού και αξιωματούχοι του κράτους.

Στο μεταξύ ο στόλος, που στα μέσα Ιανουαρίου απέπλευσε από το καρμανικό ερημονήσι της Καταίας, μετά από 400 στάδια (περί τα 71 χμ) κατέπλευσε στην περσική ακτή της Ίλας και αγκυροβόλησε σε ένα μικρό ερημονήσι, την Καΐκανδρο. Με το πρώτο φως της ημέρας άφησαν πίσω τους την Καΐκανδρο και αγκυροβόλησαν σε ένα άλλο νησί, όπου οι κάτοικοι ψάρευαν μαργαριτάρια, όπως και στην ινδική θάλασσα. Απέπλευσαν ξανά και αγκυροβόλησαν σε απόσταση 40 σταδίων (περίπου 7,5 χμ) στο ίδιο νησί, αφού πέρασαν το ακρωτήριό του. Το επόμενο αγκυροβόλιό τους ήταν στην ακτή κάτω από το βουνό Ώχος, όπου βρήκαν ένα ασφαλές λιμάνι και συνοικισμό ψαράδων. Στα 450 στάδια (περίπου 83 χμ) από τον Ώχο ήταν τα Απόστανα. Εκεί βρήκαν πολλά αγκυροβολημένα πλοία και ένα χωριό σε απόσταση 60 σταδίων (περίπου 11 χμ) από την παραλία. Απέπλευσαν τη νύχτα και μετά από 400 στάδια (περί τα 74 χμ) μπήκαν σε έναν κόλπο, γύρω από τον οποίο ήταν χτισμένα πολλά χωριά, και αγκυροβόλησαν στις υπώρειες του βουνού. Στην περιοχή αυτή βρήκαν πολλούς φοίνικες και οπωροφόρα δέντρα «που φυτρώνουν και στην ελληνική γη».

Από εκεί απέπλευσαν και μετά από 600 στάδια (περί τα 111 χμ) έφτασαν σε μία κατοικημένη περιοχή, τα Γώγανα. Το αγκυροβόλιο, που διάλέξαν, η εκβολή του χειμάρρου Αρεώνα, δεν ήταν καλό, διότι ήταν στενό και η άμπωτη αποκάλυπτε τα γύρω βράχια. Προχώρησαν άλλα 800 στάδια ως την εκβολή του ποταμού Σιτακού, αλλά ούτε κι εκεί βρήκαν καλό αγκυροβόλιο. Γενικά σε όλον τον παράπλου των περσικών ακτών δυσκολεύτηκαν από τα βράχια, τις ξέρες και τα παράκτια έλη. Αλλά δεν τους προβλημάτισε καθόλου ο ανεφοδιασμός, διότι ο Αλέξανδρος είχε εκδώσει τις κατάλληλες διαταγές και σ’ όλο το μήκος της ακτογραμμής είχαν δημιουργηθεί σημεία ανεφοδιασμού. Μπόρεσαν λοιπόν να βγάλουν στη στεριά τα πλοία επί 21 ημέρες, για να επισκευάσουν τα καταπονημένα και να συντηρήσουν τα άλλα.

Όταν τελείωσαν οι επισκευές, περί τα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου του 324, έρριξαν και πάλι τα πλοία στη θάλασσα. Μετά από 750 στάδια (περίπου 138 χμ) έφτασαν στην πόλη Ιέρατι και αγκυροβόλησαν στη διώρυγα Ηράτεμι, που ένωνε ένα ποταμό με τη θάλασσα. Μόλις ξημέρωσε κατευθύνθηκαν προς το χείμαρρο Πάδαγρο παραπλέοντας τη χερσόνησο Μεσημβρία, που ήταν κατάφυτη με περιβόλια και οπωροφόρα δέντρα πάσης φύσεως. Από τη Μεσημβρία έπλευσαν άλλα 200 στάδια (περίπου 37 χμ), κατέπλευσαν στην Ταόκη και αγκυροβόλησαν στον ποταμό Γράνι. Περί τα 200 στάδια στο εσωτερικό υπήρχαν περσικά ανάκτορα. Ο Νέαρχος λέει ότι ταξιδεύοντας από τη Μεσημβρία προς την Ταόκη, είδαν ένα κήτος ξεβρασμένο στην ακτή και έστειλε μερικούς ναύτες να το παρατηρήσουν. Το μήκος του ήταν 50 πήχεις (περίπου 23 μ), το πάχος του σχεδόν 1 πήχυς (περίπου 0,5 μ), το δέρμα του ήταν φολιδωτό και πάνω του ήταν κολλημένα όστρακα, πεταλίδες και φύκια. Γύρω από το κήτος κείτονταν και πολλά δελφίνια μεγαλύτερα από εκείνα της Μεσογείου.

Στη συνέχεια αγκυροβόλησαν σε ένα ασφαλές λιμάνι κοντά στον ποταμό Ρώγονι, 200 στάδια (περίπου 37 χμ) από τον Γράνι. Μετά από άλλα 400 στάδια (περί τα 74 χμ) στρατοπέδευσαν κοντά στον χείμαρρο Βρίζανα, όπου περίμεναν να έρθει η πλημμυρίδα, για να μπορέσουν να περάσουν πάνω από τα βράχια, τις ξέρες και τους σκοπέλους. Με την άμπωτη τα πλοία κάθισαν στα ρηχά και με την επόμενη πλημμυρίδα ξανοίχτηκαν και πάλι στη θάλασσα. Την επόμενη στάση την έκαναν κοντά στον ποταμό Άροσι, τον μεγαλύτερο απ’ όσους είχε δει ο Νέαρχος να χύνονται στην ανοιχτή θάλασσα. Ο Άροσις ήταν το όριο μεταξύ Περσίδας και Σουσιανής. Όλη η περσική ακτογραμμή από την Ίλα μέχρι εκεί ήταν 4.400 στάδια (περίπου 813 χμ).

Πριν τελειώσει ο Φεβρουάριος του 324 ο Αλέξανδρος πήγε από τις Πασαργάδες στην Περσέπολη. Εκεί διέταξε τον απαγχονισμό τον Ορξίνη, διότι δέχθηκε πολλές καταγγελίες ότι με διαταγή του είχαν συληθεί ιερά και βασιλικοί τάφοι και πολλοί Πέρσες εκτελέσθηκαν χωρίς δίκη. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη της Περσίδας τον Πευκέστα, ο οποίος είχε διακινδυνεύσει τη ζωή του για να τον σώσει στη χώρα των Μαλλών. Όπως φάνηκε στη συνέχεια, στον Πευκέστα άρεσε πολύ ο περσικός τρόπος ζωής και μόνος αυτός από όλους του Μακεδόνες έμαθε περσικά, φόρεσε περσική ενδυμασία και τηρούσε το περσικό τυπικό στην Αυλή της σατραπείας. Ο Αλέξανδρος ήταν ικανοποιημένος με την τακτική του αυτή, το ίδιο και οι Πέρσες, που έβλεπαν έναν Έλληνα να αρνείται τα ελληνικά και να αποδέχεται τα περσικά έθιμα.


Η τελευταία κατάχρηση του Άρπαλου
(Πλούταρχος, Αλέξανδρος 35.15, 39.7-9, Δημοσθένης 23-26, Διόδωρος ΙΖ.108.4-κ.ε)
Η σχεδόν τριετής απουσία του Αλεξάνδρου στην Ινδία έκανε τους αξιωματούχους, που είχε τοποθετήσει στις κατακτημένες περιοχές, να πιστέψουν ότι δεν θα ξαναγυρίσει ζωντανός. Έτσι άρχισαν να αυθαιρετούν και να καταπιέζουν τους υπηκόους τους. Ήταν τέτοιο το πλήθος των παραπτωμάτων, ώστε ο Αλέξανδρος άρχισε να επιβάλλει όλο και πιο εύκολα τιμωρίες, όλο και σκληρότερες ποινές, ακόμη και για τα πιο μικρά παραπτώματα, θεωρώντας ότι οι δράστες τους απλώς δεν πρόλαβαν να διαπράξουν μεγαλύτερα αδικήματα. Η ασυδοσία και η ληστρική συμπεριφορά των αξιωματούχων του οφειλόταν στη συνειδητοποίηση ότι ο Αλέξανδρος ήταν ο μοναδικός συνδετικός ιστός όλου του στρατιωτικού εγχειρήματος. Δεν υπήρχε διάδοχος ή αντικαταστάτης, αλλά πολλοί αξιωματούχοι νεόκοποι, ισχυροί και φιλόδοξοι. Χαρακτηριστικά φέρεται να του είχε πει ο γιος του Μαζαίου «ο Δαρείος ήταν ένας εσύ όμως έχει κάνει πολλούς Αλέξανδρους», ενώ η μητέρα του τον συμβούλευε να ευεργετεί και να τιμά τους φίλους του με άλλους τρόπους, όχι με πλούτη και δύναμη, διότι έτσι τους εξομοίωνε με βασιλιάδες. Την Ολυμπιάδα ενοχλούσε ακόμη ότι ο ίδιος φρόντιζε να έχουν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους. Είδαμε ακόμη τι νοοτροπία είχαν αναπτύξει με την ανοχή του Αλεξάνδρου, έτσι όταν δημιουργήθηκε στους διάφορους αξιωματούχους η πεποίθηση ότι εξέλιπε ο ιθύνων νους, η αντίδρασή τους ήταν αναμενόμενη. Μη γνωρίζοντας πόσα και ποιά εδάφη θα παρέμεναν σε ελληνικά χέρια και ποια θα χάνονταν, δηλαδή μη γνωρίζοντας πόσο θα παρέμεναν στις θέσεις τους, θεώρησαν ότι είχαν περιορισμένο χρόνο μπροστά τους, για να πλουτίσουν και να επιδοθούν σε πάσης φύσεως απολαύσεις. Ένας από αυτούς ήταν και ο Άρπαλος.

Η καχεκτική του διάπλαση, που δεν του επέτρεπε να διακριθεί στην ανώτερη και ευγενέστερη ασχολία της εποχής, την πολεμική δράση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του και των επιλογών του. Μετά την κατάληψη των Εκβατάνων είχε οριστεί υπεύθυνος του θησαυρού των Περσών και των Μήδων και στη συνέχεια αναβαθμίστηκε σε βασιλικό θησαυροφύλακα στη Βαβυλωνία. Ήδη είχε μία κατάχρηση στο ενεργητικό του, τότε όμως ο Αλέξανδρος είχε συγχωρήσει τον παιδικό του φίλο και του είχε αναθέσει ξανά το θησαυροφυλάκιο της εκστρατείας. Όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στην Ινδία, ο πρόδηλα επιρρεπής σε καταχρήσεις Άρπαλος συνέχισε αυτό, που γνώριζε καλύτερα. Μάλιστα, επειδή ήταν υπερβολικά Έλληνας, θέλησε να δημιουργήσει μία νέα Ελλάδα στη Μεσοποταμία. Δεν άντεχε το βαρβαρικό περιβάλλον κι έφερνε φυτά από την Ελλάδα για τα ανάκτορα και τους περιπάτους της Βαβυλώνας. Ούτε την ελληνική διατροφή δεν μπορούσε να ξεχάσει, γι’ αυτό έφερνε μεγάλες ποσότητες ψαριών από τη μακρινή Ερυθρά Θάλασσα (Περσικό Κόλπο). Επίσης ως προβεβλημένος πλέον Έλληνας πολιτικός χρειαζόταν δίπλα του μία γνωστή εταίρα, από μία λαμπρή ελληνική πόλη. Κάλεσε λοιπόν την διασημότερη Αθηναία εταίρα, την Πυθονίκη, στην οποία όσο ζούσε κοντά του προσέφερε βασιλικές αμοιβές, και όταν πέθανε, την έθαψε μεγαλόπρεπα σε πολυδάπανο τάφο, που της κατασκεύασε στην Αττική. Την αντικατέστησε με την επίσης Αθηναία εταίρα, την Γλυκέρα, με την οποία ζούσε εξίσου δαπανηρά. Παράλληλα, προετοίμαζε την έξοδο της διαφυγής του και το καταφύγιο για τις δύσκολες μέρες, κάνοντας γενναίες δωρεές στο Δήμο της Αθήνας. Φαίνεται ακόμη ότι ο Άρπαλος, αν και καχεκτικός, ως εραστής ήταν ακόρεστος, διότι έκανε και διάφορες ακολασίες με τις γυναίκες των βαρβάρων. Η έκλυτη ζωή και οι καταχρήσεις του Δημοσίου Χρήματος προκάλεσαν τη γενική κατακραυγή κατά του βασιλικού θησαυροφύλακα και, όταν γύρισε ο Αλέξανδρος και άρχισε να επιβάλλει τιμωρίες, εκείνος πρόλαβε να δραπετεύσει με 5.000 αργυρά τάλαντα και 6.000 μισθοφόρους.

Άφησε τους μισθοφόρους στο Ταίναρο και ο ίδιος με μέρος των χρημάτων ζήτησε καταφύγιο στο Δήμο των Αθηναίων, ελπίζοντας ότι είχαν πιάσει τόπο οι γενναιοδωρίες του. Προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες για να στηρίξουν το αίτημά του, διότι στο μεταξύ ο Αντίπατρος και η Ολυμπιάδα ζήτησαν την έκδοσή του για όλα τα αδικήματα και πρωτίστως για το ποινικό αδίκημα της μνημειώδους κατάχρησης Δημοσίου Χρήματος. Οι Αθηναίοι ρήτορες θέλησαν να επωφεληθούν από τον πλούσιο φυγάδα και κινήθηκαν, ώστε να γίνει δεκτό το αίτημά του. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Δημοσθένης πήρε θέση υπέρ του προφανούς συμφέροντος της πατρίδας του και πρότεινε την απέλασή του, διότι η Αθήνα δεν ήταν πια ασύδοτος Ηγεμών της Ελλάδος, αλλά απλό και εξ ανάγκης μέλος του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων υποχρεωμένο να σέβεται τη νομιμότητα. Μετά την υποταγή του πανίσχυρου εργοδότη του, του Μεγάλου Βασιλέα, και την παγκόσμια επικράτηση του Αλεξάνδρου, ο Δημοσθένης είχε μείνει χωρίς μεγάλης εμβέλειας αντίπαλο, για να επιδεικνύει τη ρητορική του δεινότητα, και περιορίστηκε σε δευτερεύουσες πολιτικές υποθέσεις. Δυστυχώς όμως τον άνθρωπο πρώτα εγκαταλείπει η ψυχή και μετά ο χαρακτήρας. Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, ενώ ο Άρπαλος επεδείκνυε στους κατάλληλους ανθρώπους τη λεία, που είχε φέρει μαζί του για να την ανταλλάξει με τις υπηρεσίες τους, ο Δημοσθένης άρχισε να ρωτάει δήθεν για το σκάλισμα μιάς βαρβαρικής κύλικας. Ο Άρπαλος, προέτρεψε τον σεσημασμένο για τη φιλαργυρία του ρήτορα να την πάρει στα χέρια του, οπότε ο Δημοσθένης εντυπωσιάσθηκε από το βάρος του χρυσού σκεύους και ρώτησε πόσο κοστίζει. «Σ’ εσένα θα αποφέρει 20 τάλαντα» είπε ο Άρπαλος και το ίδιο βράδυ έστειλε την κύλικα και τα χρήματα στο σπίτι του λαμπρού Αθηναίου πολιτικού, που ξέχασε τα επιχειρήματά του ότι ο Άρπαλος έπρεπε να απελαθεί, για να μην εμπλακεί η Αθήνα σε αδικαιολόγητο πόλεμο. Έτσι, την επομένη μέρα κατά την προγραμματισμένη συζήτηση στην εκκλησία των Αθηναίων για το αίτημα του Άρπαλου, ο Δημοσθένης εμφανίσθηκε με το λαιμό του τυλιγμένο στα μάλλινα. Όταν ήλθε η ώρα να μιλήσει, οπότε έπρεπε να υποστηρίξει την πρόταση για απέλαση του Άρπαλου, έδειξε στους Αθηναίους τον φασκιωμένο λαιμό του και προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει. Επειδή ο χαρακτήρας του ήταν γνωστός σε όλους, κανείς δεν πίστεψε ότι είχε κρυολογήσει, αντίθετα άρχισαν να τον χλευάζουν και να τον ειρωνεύονται ότι δεν είχε πάθει συνάγχη αλλά ἀργυράγχη. Τότε ο Δημοσθένης θίχτηκε και θέλησε να υπερασπιστεί την τιμή του, αλλά οι συμπολίτες του εξαγριωμένοι από την ανυπόφορη αθλιότητά του θορυβούσαν και δεν του επέτρεψαν να μιλήσει.

Τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διεξαγωγή ενδελεχούς έρευνας, ακόμη και στα σπίτια των ρητόρων, που είχαν βάλει χέρι στα κλοπιμαία του βασιλικού καταχραστή. Είναι βέβαιο ότι ο Άρπαλος επέλεξε το Δημοσθένη λόγω της παλιάς του έχθρας με τον Αλέξανδρο. Επίσης μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο Δημοσθένης δεν τον ανέλαβε για να προστατέψει τον «κατατρεγμένο» Άρπαλο από τον «κακό» Αλέξανδρο, αλλά για να εισπράξει την ασφαλώς γενναία αμοιβή. Ο Δημοσθένης καταδικάστηκε από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε πρόστιμο 50 ταλάντων και φυλάκιση για αποδοχή προϊόντος εγκλήματος, αλλά δραπέτευσε. Ακόμη κι αν το Βασίλειο της Μακεδονίας δεν ήταν η κοσμοκράτειρα δύναμη, τα αδικήματα ήταν σοβαρότατα, αποκλειστικώς ποινικά και δεν υπήρχε περίπτωση να δοθεί άσυλο στον Άρπαλο, διότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία ασφαλώς δεν θα ήθελε να αποκτήσει τη φήμη καταφυγίου εγκληματιών. Ο Άρπαλος πρόλαβε να επιστρέψει στο Ταίναρο, πήρε τους μισθοφόρους και απέπλευσε για την Κρήτη, όπου τον δολοφόνησε ένας φίλος του, ο Θίβρων.


Σουσιανή – Μεσοποταμία – Οι Επίγονοι
(Αρριανός Ζ.4-5, Πλούταρχος Αλέξανδρος 47.6, 68.7-70.3, Διόδωρος ΙΖ. 109.2, 110.3, Κούρτιος 10.2.10, 3.10, Ιουστίνος 12. 4.9-11, 10.8-10, 11.3)

Τον Φεβρουάριο του 324 ο στόλος απέπλευσε από τις εκβολές του Άροσι για τις ακτές της Σουσιανής, τις οποίες δεν χαρτογράφησε ικανοποιητικά. Ο Νέαρχος λέει ότι δεν κατάφερε να καταγράψει τίποτα περισσότερο από τους όρμους και το μήκος του δρομολογίου, διότι το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού έγινε στα ανοιχτά. Σχεδόν όλη η σουσιανή ακτογραμμή ήταν γεμάτη έλη, οι ξέρες προχωρούσαν σε μεγάλη απόσταση μέσα στη θάλασσα και δεν ήταν εύκολο να προσορμίζονται στην ακτή. Πράγματι, οι ημερήσιες αποστάσεις, που κάλυπτε ο στόλος στις ακτές αυτές είναι πολύ κοντά στη μέγιστη ταχύτητα της ταχυναυτούσης τριήρους. Οι πλοηγοί είπαν στον Νέαρχο ότι μετά τον Άροσι θα αργούσαν να ξαναβρούν πόσιμο νερό, γι’ αυτό έκαναν υδροληψία για πέντε μέρες.

Μετά από 500 στάδια (περί τα 93 χμ) αγκυροβόλησαν στην είσοδο μιάς λιμνοθάλασσας γεμάτης ψάρια, της Κατάδερβης, της οποίας το στόμιο έφραζε ένα νησάκι, τα Μαργάστανα. Απέπλευσαν με το πρώτο φως της επόμενης μέρας, διότι μπροστά τους είχαν πολύ επικίνδυνα νερά. Σε πολύ μεγάλη έκταση η θάλασσα ήταν γεμάτη ξέρες, καθώς και υφάλους και σκοπέλους, επισημασμένους με πασσάλους μπηγμένους στις δύο πλευρές τους. Αυτή η θαλάσσια περιοχή τους θύμισε τον αβαθή πορθμό μεταξύ Λευκάδας και Ακαρνανίας, που είχε παρόμοια σήμανση. Είχε όμως και μία πολύ σημαντική διαφορά. Οι ξέρες στον πορθμό της Λευκάδας ήταν αμμώδεις και όσα πλοία προσάραζαν, ξεκολλούσαν εύκολα, ενώ στο σημείο εκείνο οι ξέρες ήταν από παχιά λάσπη και όποιο πλοίο προσάραζε, δεν μπορούσε να αποκολληθεί με τίποτα. Οι άνθρωποι βυθίζονταν στη λάσπη ως το στήθος και τα κοντάρια βυθίζονταν όσο τα πίεζαν. Τα πλοία περίμεναν να εντοπισθούν οι ασφαλείς δίαυλοι και μετά πέρασαν το ένα πίσω από το άλλο με μικρή ταχύτητα. Οι κίνδυνοι αυτοί κάλυπταν το δρομολόγιο σε μήκος 600 σταδίων (κάπου 111 χμ) και μόλις κατά το βράδυ μπόρεσαν τα πλοία να βγουν σε βαθιά νερά. Τα πληρώματα δείπνησαν πάνω στα πλοία και το σούρουπο της επομένης ημέρας, μετά από 900 στάδια (περίπου 166 χμ) άραξαν στις εκβολές του Ευφράτη, κοντά στο βαβυλωνιακό χωριό, Διρίδωτι. Εκεί ήταν το σημείο εισόδου στην αυτοκρατορία του λιβανωτού και των άλλων θυμιαμάτων της Αραβίας, που έρχονταν από τα Γέρρα, μία πλουσιότατη, εμπορική πόλη των Χαλδαίων στην Αραβία. Ο Νέαρχος είχε εκτελέσει την αποστολή του και είχε φέρει το στόλο στις εκβολές του Ευφράτη, 3.300 στάδια (περί τα 610 χμ) από τη Βαβυλώνα.

Τότε πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος με το κατ’ ήπειρον στράτευμα βάδιζε προς τα Σούσα και αποφάσισε να αναπλεύσει τον Πασίτιγρι, για να τον συναντήσει. Ο στόλος έκανε μεταβολή και έφτασε σε μία λίμνη, στην απέναντι όχθη της οποίας και σε απόσταση 600 περίπου σταδίων (κάπου 111 χμ) ήταν η εκβολή του Τίγρι. Εκεί ήταν χτισμένο το χωριό Άγινη και 500 στάδια (περί τα 92 χμ) στο εσωτερικό ήταν τα Σούσα. Η ακτογραμμή της Σουσιανής από τον Άροσι ως την εκβολή του Πασίτιγρι ήταν 2.000 στάδια (περίπου 370 χμ). Ο Νέαρχος έστειλε ένα αναγνωριστικό απόσπασμα να εντοπίσει τον Αλέξανδρο και ο στόλος ανέπλευσε τον Πασίτιγρι διασχίζοντας μία πλούσια και πυκνοκατοικημένη περιοχή. Σταμάτησαν 150 στάδια (περίπου 28 χμ) πιο πάνω και περίμεναν νέα από το απόσπασμα. Έκαναν αγώνες, θυσίες στους σωτήρες θεούς και όλα τα πληρώματα ήταν σε μεγάλη ευθυμία.

Η απόσταση από την εκβολή του Ινδού ως τις ακτές της Καρμανίας, όπου τελείωναν οι τραγικές δυσκολίες στον ανεφοδιασμό, ήταν 22.700 στάδια (περίπου 4.196 χμ), δηλαδή υπερδιπλάσια από την απόσταση μεταξύ Ρόδου και Κύπρου. Ωστόσο σ΄εκείνο το δρομολόγιο οι ελληνικές και βαρβαρικές πόλεις των ακτών της Παμφυλίας και Κιλικίας εξασφάλιζαν τον άνετο ανεφοδιασμό των πλοίων. Προβλήματα στην τροφοδοσία ανάλογα με αυτά του Νέαρχου δεν αντιμετώπισαν ούτε οι μεγαλύτερες ναυτικές επιχειρήσεις του αρχαίου κόσμου. Οι συμμαχικοί ελληνικοί στόλοι πραγματοποίησαν μία γιγαντιαία για τα δεδομένα του 13ου π.Χ. αιώνα απόβαση στην Τροία, αλλά διέσχισαν το Αιγαίο του οποίου τα νησιά προσέφεραν μία πληθώρα σταθμών ανεφοδιασμού. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στη σικελική εκστρατεία, καλύφθηκαν μεν μεγάλες αποστάσεις, αλλά και πάλι τα πλοία μπορούσαν να βασίζονται για τον ανεφοδιασμό τους στις πάμπολλες ελληνικές πόλεις των ελληνικών, αλβανικών και ιταλικών παραλίων. Ούτε στην εκτεταμένη σύγκρουση των σικελιωτών Ελλήνων και των Καρχηδονίων για τον έλεγχο της Σικελίας υπήρξε κάτι ανάλογο. Ο καρχηδονιακός στόλος κάλυψε περί τα 200 χμ από την Καρχηδόνα ως τις σικελικές ακτές, σε ένα δρομολόγιο που χρησιμοποιούσαν οι Καρχηδόνιοι ήδη επί μερικούς αιώνες, από τον πρώτο εποικισμό της Σικελίας. Επίσης οι Αρχίας, Ιέρων και Ανδροσθένης απέτυχαν να εξερευνήσουν πλήρως τα μικρότερα σε μήκος αραβικά παράλια, από τις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη ως το στενό του Ορμούζ, λόγω αδυναμίας ανεφοδιασμού τους. Η αποστολή του Νέαρχου λοιπόν, όσον αφορά τη δυσκολία επισιτισμού, μπορεί να συγκριθεί μόνο με το ίδιο ταξίδι του Σκύλακα και τις εξερευνήσεις των αφρικανικών παραλίων από Αιγύπτιους και Φοίνικες.

Το σύγγραμμα του Νέαρχου, Παράπλους, διασώθηκε μόνο στην έκταση, που το μνημονεύουν άλλοι συγγραφείς (κυρίως ο Αρριανός και ο Στράβων). Δεν γνωρίζουμε λοιπόν τι ακριβώς έγραψε, πάντως σε όσα περιέλαβε ο Αρριανός μόνο μία φορά αναφέρεται ότι ο στόλος ανεφοδιάστηκε σε σημείο, που είχε προετοιμάσει η στρατιά. Λογικότερο φαίνεται να υποθέσουμε ότι οι άλλες στάσεις σε οργανωμένα σημεία ανεφοδιασμού απλώς παραλείφθηκαν από τον Αρριανό, που επέλεξε να μνημονεύσει ίσως την σημαντικότερη. Αν εκείνο ήταν το μοναδικό σημείο ανεφοδιασμού, που χρησιμοποιήθηκε, αν δηλαδή είχαν εξουδετερωθεί οι επίπονες προσπάθειες της ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης να μειώσει τους κινδύνους λιμοκτονίας του στόλου, τότε θα προέκυπταν σοβαρότατες ευθύνες. Μπορούμε δε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι θα είχαν εντοπισθεί οι υπεύθυνοι στρατιωτικοί και οπωσδήποτε θα είχαν τιμωρηθεί παραδειγματικά. Κάτι τέτοιο θα ήταν φυσικά άξιο έστω και μικρής αναφοράς από τους συγγραφείς, μιάς αναφοράς που δεν υπάρχει.

Εκτός απ’ όλα τα προηγούμενα υπήρχε κι άλλος ένας παράγοντας, που ενίσχυε την έντονη αγωνία του Αλεξάνδρου για την τύχη του στόλου. Πέρα απ’ όλα τα άλλα μειονεκτήματα, ο στόλος δεν είχε κατασκευαστεί καν σε ναυπηγεία, αλλά σε πλανόδιες εγκαταστάσεις και όχι με τη συμβατική ξυλεία, αλλά με την όποια ξυλεία εύρισκαν. Συνεπώς τόσο λόγω των συνθηκών όσο και των υλικών κατασκευής των πλοίων, ήταν αναμενόμενες οι περισσότερες και συχνότερες φθορές (που όντως παρουσιάσθηκαν) και εξίσου περισσότερες και συχνότερες ανεμένοντο και οι ανάγκες επισκευών. Στο ταξίδι του ο Νέαρχος έκανε δύο μεγάλες στάσεις για επισκευές, τη μία (5 ημερών) στη χώρα των Ωρειτών και την άλλη (21 ημερών) στις περσικές ακτές, ενώ στο διάστημα των 24 ημερών που καθηλώθηκαν στα Βίβακτα ασφαλώς έκαναν κάποιες επισκευές. Επίσης οι διαδοχικές στάσεις σε μικρή μόνο απόσταση η μία από την άλλη, μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο με την απεγνωσμένη αναζήτηση συμπληρωματικών εφοδίων ή με την αιφνίδια εμφάνιση ανάγκης για επείγουσες επισκευές. Την αναμφίβολα κατώτερη ποιότητα κατασκευής των πλοίων αυτών σε σχέση με τα κατασκευαζόμενα στα ναυπηγεία της Ελλάδας ή της Φοινίκης καθώς και τις αυξημένες βλάβες, που παρουσίαζαν, ο Νέαρχος ασφαλώς θα τα είχε θέσει υπόψιν του Αλεξάνδρου στην Καρμανία και οπωσδήποτε θα ήταν ένας από τους λόγους, που ο Νέαρχος ήθελε να αφήσει εκεί τα περισσότερα πλοία του.

Πέρα από το επισιτιστικό ο Νέαρχος κατέγραψε κι άλλα προβλήματα. Λέει πως όταν προχωρούσαν αρκετά νότια μέσα στη θάλασσα, οι σκιές τους έβλεπαν νότια, ανεξάρτητα από τη θέση του ηλίου, και πως όταν μεσουρανούσε ο ήλιος, όλες οι σκιές εξαφανίζονταν. Το τελευταίο δεν φαινόταν απίστευτο στους αρχαίους, διότι ήξεραν ότι και αλλού εξαφανίζονταν οι σκιές. Συγκεκριμένα πίστευαν ότι το μεσημέρι κατά το θερινό ηλιοστάσιο στη Σιύνη (Ασσουάν) της Αιγύπτου υπήρχε ένα πηγάδι, όπου δεν έπεφτε καθόλου σκιά, ενώ στη Μερόη της Αιθιοπίας τίποτα απολύτως δεν είχε σκιά. Ο Νέαρχος έγραψε ακόμη ότι κάποια από τα αστέρια, που γνώριζαν οι ναυτικοί δεν φαίνονταν καθόλου εκεί, ενώ κάποιοι απλανείς αστέρες της Μεσογείου φαίνονταν, άλλοτε να ανατέλλουν και άλλοτε να δύουν στον ουρανό της Ινδίας.
Ήταν πια τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου του 324 π.Χ. και μόλις ο Νέαρχος έμαθε ότι ο Αλέξανδρος πλησίαζε, ανέβηκε με το στόλο τον Πασίτιγρι ως την πλωτή γέφυρα, απ’ την οποία η στρατιά θα περνούσε στην άλλη όχθη. Εκεί συναντήθηκαν τα δύο στρατεύματα, το κατ’ ήπειρον και το ναυτικό, η στρατιά με το στόλο και ο Αλέξανδρος έκανε αγώνες και ευχαριστήριες θυσίες για τη σωτηρία του στόλου. Ο Νέαρχος ήταν το πρόσωπο της ημέρας και όπου κι αν εμφανιζόταν στο στρατόπεδο, τον έραιναν με λουλούδια και ταινίες. Μετά από περίπου 18 μήνες, στη διάρκεια των οποίων κάλυψε πάνω από 23.000 στάδια (4.252 χμ), ο Νέαρχος είχε ολοκληρώσει την αποστολή του και ο Αλέξανδρος του ανέθεσε να οδηγήσει το στόλο ως το τυπικό τέρμα, τη Βαβυλώνα. Η διαδρομή ήταν γνωστή, ο ανεφοδιασμός δεδομένος και ο ανάπλους του Ευφράτη ήταν μία επινίκια παρέλαση, μία επίδειξη των πλοίων και των πληρωμάτων, που είχαν κάνει ένα εκπληκτικό κατόρθωμα.

Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στα Σούσα εκτέλεσε τον Αβουλίτη και το γιο του, τον Οξάρθη, διότι είχαν κακοδιοικήσει την περιοχή τους. Φαίνεται όμως ότι αυτοί οι δύο έδειξαν ανεπάρκεια και σε έναν ακόμη ζωτικό τομέα, τη διοικητική μέριμνα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αβουλίτης δεν είχε συγκεντρώσει εφόδια και αντ’ αυτών έδωσε 3.000 τάλαντα. Ο Αλέξανδρος τα έρριξε επιδεικτικά στις φάτνες των ίππων, που φυσικά δεν τα άγγιξαν. Ρώτησε τότε τον Αβουλίτη «τι αξία έχουν οι προετοιμασίες σου;» και τον φυλάκισε, ενώ σκότωσε με τα χέρια του το γιο του, τον Οξάρθη. Εκεί παντρεύτηκε δύο ευγενείς Περσίδες, τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου και τη νεώτερη κόρη του Ώχου, την Παρύσατι. Πάντρεψε τον Ηφαιστίωνα με την άλλη κόρη του Δαρείου, τη Δρυπέτη, ενώ ο Κρατερός παντρεύτηκε την Αμαστρίνη, κόρη του αδελφού του Δαρείου, του Οξυάρτη. Ο Περδίκκας παντρεύτηκε την κόρη του Ατροπάτη, του σατράπη της Μηδίας, ο Πτολεμαίος του Λάγου και ο βασιλικός γραμματέας, ο Ευμένης ο Καρδιανός, τις δύο κόρες του Αρτάβαζου, την Αρτακάμα και την Άρτωνι αντίστοιχα. Ο Νέαρχος παντρεύτηκε την κόρη του Μέντορα και της Βαρσίνης, ο Σέλευκος την κόρη του Βάκτριου Σπιταμένη και 80 περίπου άλλοι εταίροι τις κόρες των επιφανέστερων Μήδων και Περσών. Οι γάμοι έγιναν ταυτόχρονα, με πρώτο εκείνον του Αλεξάνδρου και σύμφωνα με το περσικό τυπικό. Τοποθετήθηκαν στη σειρά θρόνοι για τους μελλόνυμφους και μετά τα ποτά οι νύφες ήλθαν και κάθισαν δίπλα στους γαμπρούς. Εκείνοι τις εδεξιώθησαν (τις πήραν με το δεξί χέρι) και τις φίλησαν. Όλες αυτές τις νύφες τις προίκισε ο Αλέξανδρος, που είχε και την έμπνευση των μικτών γάμων, ενώ διέταξε ακόμη να απογραφούν όλοι οι Μακεδόνες, που είχαν παντρευτεί ασιάτισσες. Καταγράφηκαν πάνω από 10.000 και ο Αλέξανδρος τους προσέφερε γαμήλια δώρα.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι μόνο Μακεδόνες παντρεύτηκαν Ιρανές. Κανένας Ιρανός δεν παντρεύτηκε Μακεδόνισσα ή Ελληνίδα από τον Νότο (το τελευταίο είναι αστείο ακόμη και να το σκεφτούμε). Ο Αλέξανδρος δεν ήθελε λοιπόν να φτιάξει νέο είδος ανθρώπων, αλλά να νομιμοποιήσει την αλλαγή ηγεσίας από τα Περσικά στα Μακεδονικά χέρια. Επίσης με τους γάμους αυτούς παρείχε πρόσβαση στην εξουσία σε μεγάλο αριθμό υψηλόβαθμων αξιωματούχων της τέως Αχαιμενιδικής Διοίκησης, μειώνοντας τους λόγους να αναπτύξουν εθνικιστικά αντανακλαστικά και να θέσουν σε κίνδυνο την εξουσία του.

Ίσως έχοντας συνειδητοποιήσει όσα του είχε πει ο Κοίνος στον Ύφαση, ο Αλέξανδρος θέλησε στα Σούσα να εξοφλήσει τα χρέη των στρατιωτών του και ζήτησε να απογραφούν οι οφειλέτες, ώστε να τους καταβάλει τις οφειλές. Εκείνοι όμως δεν έδειξαν προθυμία, επειδή φοβήθηκαν ότι ήθελε να τους ελέγξει για τις δαπάνες και τον τρόπο ζωής τους. Δεν είχαν κι άδικο να σκεφτούν έτσι, αφού πράγματι είναι απορίας άξιο πώς βρέθηκαν χρεωμένοι μετά από τόσες γενναιόδωρες αμοιβές, λαφυραγωγήσεις και λεηλασίες. Ο Αλέξανδρος τους κάκισε για την κακή πίστη, που έδειχναν στις προθέσεις του βασιλιά τους, και άλλαξε τακτική. Δεν ζητούσε πλέον να καταγραφούν τα ονόματα των οφειλετών, αλλά τοποθέτησε τράπεζες (τραπέζια) και ταμίες σε διάφορα σημεία του στρατοπέδου, όπου πήγαιναν οι στρατιώτες και επιδεικνύοντας απλώς τα δανειστήρια συμβόλαια, απ' όπου προέκυπταν οι οφειλές τους, εισέπρατταν τα σχετικά ποσά. Το τελικό ποσό, το οποίο βάρυνε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, έφτασε τα 20.000 τάλαντα κατά τους Αρριανό και Ιουστίνο, τα 9.870 τάλαντα κατά τους Πλούταρχο και Κούρτιο ή τα «περίπου 10.000 τάλαντα» κατά τον Διόδωρο. Οι στρατιώτες του γράφτηκε ότι χάρηκαν, περισσότερο επειδή διατήρησαν την ανωνυμία τους και λιγότερο επειδή απαλλάχθηκαν από τα χρέη τους.

Ο Αλέξανδρος τίμησε με δώρα και τους άλλους στρατιωτικούς ανάλογα με το βαθμό, τη φήμη ή τα ανδραγαθήματα του καθενός, ενώ στεφάνωσε με χρυσά στεφάνια, όσους διέπρεψαν σε ανδραγαθίες. Αυτοί ήταν ο Πευκέστας, ο οποίος τον είχε σώσει στην πόλη των Μαλλών από βέβαιο θάνατο, ο Λεοννάτος, που διακρίθηκε γενικά σε όλη την Ινδία και ειδικά στη χώρα των Ωρειτών, ο Νέαρχος, που διέσχισε με επιτυχία την άγνωστη Μεγάλη (Αραβική) Θάλασσα και ο Ονησίκρητος, που δεν έκανε απολύτως τίποτα (απλώς ήταν κυβερνήτης του βασιλικού πλοίου). Ο Νέαρχος δεν τιμήθηκε, επειδή οργάνωσε ή εκπαίδευσε σωστά το στόλο, ούτε επειδή έδωσε νικηφόρες ναυμαχίες, αλλά επειδή χαρτογράφησε τα παράλια χωρίς να χάσει πλοία ή άντρες λόγω πείνας και δίψας. Χρυσά στεφάνια προσέφερε ο Αλέξανδρος και στους σωματοφύλακες.

Στα Σούσα έφτασαν τότε οι διοικητές από τις νεόκτιστες πόλεις και τις υπόλοιπες κατακτημένες περιοχές, φέρνοντας τους Επιγόνους. Αυτοί ήταν συνολικά 30.000 συνομήλικοι βάρβαροι παίδες, τους οποίους ο Αλέξανδρος είχε επιλέξει κάποια στιγμή στην Υρκανία. Είχε διατάξει να τους διδάξουν τα «Ελληνικά γράμματα και τα Μακεδονικά όπλα» και είχε ορίσει πολλούς επόπτες. Οι Μακεδόνες αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι από την επιλογή του Αλεξάνδρου να τους ονομάσει Επιγόνους, διότι μέχρι τότε όλοι οι Έλληνες ως Επιγόνους γνώριζαν δύο γενεαλογικά δένδρα, τους γιους των επτά επί Θήβας στρατηγών και τους γιους του Ηρακλή. Τώρα ο Αλέξανδρος προσέθετε σε μία καθαρά ελληνική γενεαλογία 30.000 βάρβαρους, που δεν είχαν ίχνος ελληνικού αίματος στις φλέβες τους. Ο Αλέξανδρος αποκαλώντας τους γιους του, ήθελε να κάνει απόλυτα σαφές ότι αυτοί οι νέοι θα είχαν προνομιακή θέση και αντιμετώπιση στη νέα τάξη πραγμάτων. Ο Ιουστίνος σε μία ακόμη προθύστερη προβολή της ρωμαϊκής ιστορίας στην ελληνική λέει ότι ο Αλέξανδρος ονόμασε Επιγόνους τα ορφανά από πατέρα Μακεδόνα, που σκοτώθηκε στη μάχη. Αυτά τα μεγάλωσε μέσα στο στρατόπεδο, όπου σκληραγωγήθηκαν από μικρή ηλικία και θα γίνονταν ανίκητοι στρατιώτες.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Αλέξανδρος δημιούργησε στο εταιρικό ιππικό μία πέμπτη ιππαρχία, στην οποία εκτός από λίγους Μακεδόνες κατατάχθηκαν κατά λόχους, όσοι ξεχώριζαν σε αξίωμα, ομορφιά ή γενναιότητα από τους ιππείς των Βακτρίων, Σογδιανών, Αραχωτών, Δραγγών και των Ευακών Περσών. Και στο άγημα των ιππέων εντάχθηκαν Πέρσες ευγενείς, ο Κωφήνας του Αρτάβαζου, οι γιοι του Μαζαίου, Υδάρνης και Αρτιβόλης, οι γιοι του Φραταφέρνη, του σατράπη των Παρθυαίων και Υρκανών, Σισίνης και Φραδασμένης, ο αδελφός της Ρωξάνης, ο Ιτάνης, καθώς και τα αδέλφια Αιγοβάρης και Μιθροβαίος. Επικεφαλής τους ορίστηκε ο Βάκτριος Υστάσπης και εξοπλίστηκαν με δόρατα αντί των περσικών μεσάγκυλων. Αυτοί οι νεωτερισμοί στενοχώρησαν πολύ τους Μακεδόνες, που έβλεπαν ότι ο Αλέξανδρος φρόντιζε να αποκοπεί απ’ αυτούς. Το ποτήρι της αγανάκτησής τους είχε γεμίσει προ πολλού και σε λίγο επρόκειτο να ξεχειλίσει.

Από τα Σούσα έστειλε τον Ηφαιστίωνα με το μεγαλύτερο μέρος του πεζικού μέχρι τον Περσικό Κόλπο, ενώ το ναυτικό παρέμεινε στη Σουσιανή. Ο Αλέξανδρος με τους υπασπιστές, το άγημα του ιππικού και λίγους εταίρους ανέβηκε σε πλοίο, κατέπλευσε τον ποταμό Ευλαίο μέχρι τη θάλασσα και κατευθύνθηκε προς τις εκβολές του Τίγρη. Μετά ο υπόλοιπος στόλος με τα πιο ταλαιπωρημένα πλοία ανέπλευσε τον Ευλαίο και μέσω μιάς διώρυγας μπήκε στον Τίγρη. Η στάθμη αυτού του ποταμού βρίσκεται χαμηλότερα από το έδαφος και γι' αυτό δεν αρδεύει κανένα τμήμα της περιοχής που διασχίζει, αντίθετα συγκεντρώνει νερό από όλα τα κανάλια της περιοχής και καταλήγει σε Δέλτα μεγάλο και αδιάβατο, επειδή έχει πολύ ορμητικά νερά. Ο Ευφράτης ρέει σε ψηλότερο επίπεδο από τον Τίγρη, η στάθμη του είναι στο ίδιο ύψος με το έδαφος, αρδεύει όλη την περιοχή και, επειδή δεν του απομένουν πολλά νερά, στις εκβολές του σχηματίζει έλος. Ο Αλέξανδρος περιέπλευσε την ακτή ανάμεσα στις εκβολές του Ευλαίου και του Τίγρη, τον οποίο ανέπλευσε μέχρι το σημείο, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Ηφαιστίων, και από εκεί ως την παρόχθια πόλη Ώπη. Κατά τον ανάπλου του Τίγρη κατέστρεφε τα φράγματα, που είχαν κατασκευάσει οι Πέρσες και δεν ήταν αρδευτικά, αλλά οχυρωματικά έργα. Επειδή οι Πέρσες δεν είχαν αξιόμαχο εθνικό ναυτικό, είχαν κατασκευάσει αυτά τα φράγματα, για να εμποδίσουν κάποιον, που θα τους νικούσε στη θάλασσα, να αναπλεύσει τον ποταμό και να βρεθεί στα μετόπισθεν τους. Ο Αλέξανδρος πίστευε ότι τα έργα αυτά είναι αναποτελεσματικά και άχρηστα σε μία ισχυρή στρατιωτική δύναμη, όπως η δική του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: